ματώ

ματώ
(I)
ματῶ, -άω (Α) [μάτη]
1. είμαι αργός, οκνηρός, βραδύνω, αμελώ («περαίνεται δὴ κοὐ ματᾷ τοὖργον τόδε», Αισχύλ.)
2. είμαι μάταιος, ανώφελος
3. αποτυγχάνω σε κάτι.
————————
(II)
ματῶ, -έω, αιολ. τ. μάτημι (Α)
(σπάν.τ.) βλ. ματεύω.
————————
(III)
ματῶ, -έω, αιολ. τ. μάτημι (Α)
συνθλίβω, πιέζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ματῶ μπορεί να παραβληθεί ως προς τη μορφή με το ματῶ (II) και με το πατῶ. Ανάγεται πιθ. σε ΙΕ ρίζα *mn-tr- «πιέζω, συνθλίβω» (πρβλ. λιθουαν. minu, minti «πιέζω», αρχ. σλαβ. mĭne, meti «συνθλίβω», ιρλδ. men «αλεύρι», γαλατ. mathru «πατώ με τα πόδια»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ματῶ — ματάω to be idle pres imperat mp 2nd sg ματάω to be idle pres subj act 1st sg (attic epic ionic) ματάω to be idle pres ind act 1st sg (attic epic ionic) ματάω to be idle pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic) ματάω to be idle pres ind act… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάτημι — (I) μάτημι (Α) (αιολ. τ.) βλ. ματεύω. (II) μάτημι (Α) (αιολ. τ.) βλ. ματώ (III) …   Dictionary of Greek

  • ματεύω — και ματῶ, έω, αιολ. τ. μάτημι (Α) 1. μαστεύω, αναζητώ, ανιχνεύω, ψάχνω («ματεύει δ ὧν ἀνευρήσει φόνον», Αισχύλ.) 2. επιζητώ να πράξω κάτι, αγωνίζομαι να κάνω κάτι («μὴ ματεύσῃ θεὸς γενέσθαι», Πίνδ.) 3. ερευνώ, εξετάζω («εἰ δ ἄρα μὴ κνώσσων τὺ τὰ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”